- εμποροκαπετάνιος
- ο1) капитан, владелец шхуны; 2) см. εμποροπλοίαρχος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμποροκαπετάνιος — ο 1. καπετάνιος πλοίου και συγχρόνως έμπορος, ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου που φορτώνει εμπορεύματα για λογαριασμό του και τά πωλεί στα διάφορα λιμάνια όπου καταπλέει 2. εμποροπλοίαρχος … Dictionary of Greek
εμποροκαπετάνιος — ο 1. ο πλοίαρχος ιδιόκτητου ιστιοφόρου, που φορτώνει σ αυτό εμπορεύματα για λογαριασμό του. 2. εμποροπλοίαρχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
εμποροπλοίαρχος — ο (θηλ. εμποροπλοιαρχίνα) 1. πλοίαρχος τού εμπορικού ναυτικού 2. το θηλ. η γυναίκα εμποροπλοιάρχου 3. εμποροκαπετάνιος … Dictionary of Greek
εμποροπλοίαρχος — ο θηλ. ίνα 1. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου. 2. εμποροκαπετάνιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)